Η ομιλία αυτή προσπαθεί να φωτίσει τι είναι στην πραγματικότητα η επιθυμία και πώς συνδέεται με τον Θεό. Δεν ξεκινά από θεωρίες, αλλά από την εμπειρία μας: όλοι νιώθουμε μέσα μας μια δυνατή κίνηση – θέλουμε να πετύχουμε, να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε, να χαρούμε, να ζήσουμε «πλήρως». Κι όμως, όσο κι αν κυνηγάμε απολαύσεις και εμπειρίες, συχνά μένει ένα κενό. Η Εκκλησία δεν κατηγορεί αυτή τη δύναμη, αλλά λέει κάτι τολμηρό: ότι η επιθυμία είναι θεόσδοτο δώρο, δοσμένο για να πορευόμαστε προς τον ίδιο τον Θεό. Το πρόβλημα δεν είναι ότι επιθυμούμε, αλλά ότι, μετά την πτώση, η επιθυμία έχασε τον φυσικό της προσανατολισμό και στράφηκε στα κτιστά πράγματα, τα οποία δεν μπορούν να μας προσφέρουν αληθινή και μόνιμη πληρότητα.
Μέσα από την πατερική διδασκαλία παρουσιάζεται η αρχική, υγιής κατάσταση του ανθρώπου στον Παράδεισο, όπου η επιθυμία και η ηδονή ήταν ενωμένες με τη Χάρη και γίνονταν χαρά κοινωνίας με τον Θεό. Στη συνέχεια φαίνεται πώς, με την πτώση, η επιθυμία διαστράφηκε, έγινε αχόρταγη και η ηδονή έγινε αυτοσκοπός, γεννώντας τα πάθη και μια βαθιά εσωτερική κούραση. Περιγράφονται οι καθημερινές μορφές αυτής της διαστροφής – στις σχέσεις, στην αναζήτηση της χαράς, στην ανάγκη για επιβεβαίωση και έλεγχο – όχι για να κατηγορηθεί ο άνθρωπος, αλλά για να φανεί η πραγματική πνευματική πληγή.
Τελικά, η ομιλία τονίζει ότι η λύση δεν είναι να «κόψουμε» την επιθυμία, αλλά να τη θεραπεύσουμε και να τη μεταστρέψουμε. Η Εκκλησία παρουσιάζεται ως χώρος θεραπείας της καρδιάς, όπου, μέσα από τη μετάνοια και τα Μυστήρια, η επιθυμία ξαναβρίσκει τον αληθινό της στόχο: να ποθεί τον Χριστό και σε Αυτόν να βρίσκει την πνευματική ηδονή, τη χαρά της σχέσης και της ζωής μαζί Του. Έτσι, η Ορθοδοξία δεν εμφανίζεται ως άρνηση της χαράς, αλλά ως ο δρόμος για τη βαθύτερη, αληθινή χαρά που δεν τελειώνει.
ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ ΑΝΑ ΕΝΌΤΗΤΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΠΟΥ ΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΜΑΣ;
Η επιθυμία βρίσκεται πίσω από σχεδόν κάθε μας κίνηση: θέλουμε να πετύχουμε, να μας αγαπούν, να περνάμε καλά, να μη χάσουμε καμία ευκαιρία. Κι όμως, όσο κι αν τρέχουμε πίσω από απολαύσεις και εμπειρίες, συχνά μένει μέσα μας ένα κενό, μια κούραση και μια απογοήτευση. Το πρόβλημα δεν είναι ότι επιθυμούμε, αλλά προς τα πού στρέφεται η επιθυμία μας: προς τη ζωή ή προς την πλάνη; Ο σύγχρονος πολιτισμός μάς λέει «κάνε ό,τι νιώθεις» και υπόσχεται ευτυχία μέσα από την ηδονή. Όμως η καρδιά μας φαίνεται να διψά για κάτι βαθύτερο, για μια αγάπη και μια ζωή που δεν τελειώνουν. Η Εκκλησία δεν καταδικάζει την επιθυμία· τη βλέπει ως θεόσδοτη δύναμη που δόθηκε για να πορεύεται ο άνθρωπος προς τον Θεό. Μετά την πτώση όμως, η επιθυμία έχασε τον φυσικό προσανατολισμό της, σκορπίστηκε σε χίλια πράγματα που δεν μπορούν να μας γεμίσουν, και έτσι όσο κι αν απολαμβάνουμε, κάτι μέσα μας μένει ανικανοποίητο. Στόχος της ομιλίας είναι να φανεί ότι η επιθυμία είναι κλήση σε σχέση με τον Θεό και ότι, όταν θεραπευθεί, η ηδονή γίνεται χαρά κοινωνίας μαζί Του, με βάση τον λόγο των Πατέρων και την καθημερινή εμπειρία.
2. Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΩΣ ΘΕΟΣΔΟΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Η επιθυμία ανήκει στη δομή της ψυχής, δεν είναι ξένο πάθος ούτε κάτι που μπήκε αργότερα στη ζωή του ανθρώπου. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο με νου, καρδιά, βούληση και επιθυμία, ώστε να ποθεί τον ίδιο τον Θεό. Ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας τονίζει ότι η επιθυμία είναι θεόσδοτη ενέργεια με φυσικό προσανατολισμό προς την πληρότητα και την αιώνια ζωή, δηλαδή προς τον Θεό. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής εξηγεί ότι επιθυμούμε αυτό που θεωρούμε καλό· αν το καλό το βλέπουμε στον Θεό, όλη η ύπαρξη πορεύεται προς Εκείνον, αν όμως σκοτιστεί ο νους, η επιθυμία προσκολλάται σε κτιστά πράγματα. Έτσι, η επιθυμία δεν είναι κακή, αλλά χρειάζεται φωτισμό και καθοδήγηση. Το ίδιο ισχύει και για την ηδονή: ο άνθρωπος πλάστηκε για να χαίρεται. Στην αρχική κατάσταση, η χαρά ήταν πνευματική: γλυκύτητα σχέσης με τον Θεό, ειρήνη υπακοής, ανάπαυση καθαρής συνείδησης. Δεν υπήρχε πάθος ούτε εσωτερική διαίρεση. Η «κατά φύση» ηδονή ανέβαζε τον άνθρωπο προς τον Θεό και αποτελούσε καρπό της εν Χάριτι ζωής. Αυτό είναι το μέτρο στο οποίο καλούμαστε να επιστρέψουμε.
3. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ – ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΚΑΙ ΗΔΟΝΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
Στον Παράδεισο βλέπουμε τον άνθρωπο στην υγιή του κατάσταση, με όλες τις δυνάμεις του σε αρμονία. Ο Αδάμ είχε αγάπη, πόθο, χαρά, αλλά όλα ήταν στραμμένα στον Θεό. Η επιθυμία του δεν διασκορπιζόταν σε κτίσματα, αλλά ήταν ενωμένη, σταθερά προσανατολισμένη στον Δημιουργό. Η ηδονή του ήταν πνευματική: βαθύτατη χαρά και γλυκύτητα από την κοινωνία με τον Θεό, όχι απλώς σωματική απόλαυση. Οι Πατέρες μιλούν για πνευματική ηδονή, την οποία γεύεται η ψυχή όταν ζει μέσα στη Χάρη. Ο άνθρωπος ήταν εσωτερικά ενωμένος: νους, καρδιά, θέληση και σώμα λειτουργούσαν ως ένα. Η επιθυμία ήταν γέφυρα προς τον Θεό, όχι δύναμη που τον τραβούσε δεξιά κι αριστερά. Τα κτιστά αγαθά τα ζούσε ως δώρα του Θεού, με ευχαριστία, όχι ως υποκατάστατα που γεμίζουν κάποιο κενό. Η ηδονή γεννούσε ευγνωμοσύνη και προσευχή, όχι εξάρτηση. Αυτή η κατάσταση πνευματικής πληρότητας και απλότητας της Χάρης χάθηκε με την πτώση, όταν η επιθυμία και η ηδονή στράφηκαν σε λάθος πηγές.
4. Η ΠΤΩΣΗ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ
Η πτώση δεν είναι απλώς παράβαση μιας εντολής, αλλά αλλοίωση του προσανατολισμού της καρδιάς. Ο άνθρωπος, αντί να επιθυμεί τον Θεό μέσα από τη σχέση, δέχθηκε τον πειρασμό να γίνει θεός μόνος του, με αυτονομία. Ο διάβολος δεν πρότεινε «να γίνει κακός», αλλά να βρει τη χαρά χωρίς τον Θεό. Έτσι, η επιθυμία, που ήταν γέφυρα προς τον Θεό, στράφηκε στα αισθητά. Η πνευματική ηδονή αντικαταστάθηκε από τη σωματική, η χαρά της σχέσης από την απόλαυση της ύλης. Η δύναμη της επιθυμίας έμεινε, αλλά άλλαξε αντικείμενο και στόχο: ο άνθρωπος συνέχισε να ποθεί, όμως ποθούσε πράγματα που δεν μπορούν να γεμίσουν την καρδιά. Γι’ αυτό η ψυχή γίνεται σαν κενό που ζητεί διαρκώς πληρότητα και δεν τη βρίσκει. Ο άγιος Μάξιμος επισημαίνει ότι τα πάθη γεννιούνται όχι επειδή επιθυμούμε, αλλά επειδή επιθυμούμε λάθος πράγματα. Αν η καρδιά δεν γεμίσει από τον Θεό, θα γεμίσει με υποκατάστατα: σαρκικές απολαύσεις, ομορφιά, δύναμη, χρήμα, εξουσία, αναγνώριση. Η χαρά χωρίς Θεό καταλήγει σε ψεύτικη ηδονή που αφήνει πίσω της ερημιά. Από εδώ αρχίζει η διαστροφή της ηδονής και η γέννηση των παθών, τα οποία η Εκκλησία καλείται να θεραπεύσει, επαναφέροντας την επιθυμία στον φυσικό της προορισμό.
5. Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΗ – Η ΗΔΟΝΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΥΤΟΣΚΟΠΟΣ
Αποκομμένη από τον Θεό και από τον φωτισμένο νου, η επιθυμία χάνει το μέτρο και γίνεται παραμορφωμένη, αχόρταγη, πλανεμένη. Η ηδονή παύει να είναι καρπός υγιούς ζωής και γίνεται ο ίδιος ο σκοπός της ζωής. Ο άνθρωπος δεν ζει για να αγαπήσει, αλλά για να ευχαριστηθεί· δεν προσφέρει για να κοινωνήσει, αλλά για να πάρει πίσω. Έτσι, οι σχέσεις γίνονται εργαλεία ικανοποίησης και, όταν δεν μας γεμίζουν, γεννιούνται θυμός και απογοήτευση. Το πάθος χαρακτηρίζεται από το ότι δεν χορταίνει ποτέ: όσο το τρέφεις, τόσο μεγαλώνει. Η ψυχή, όταν δεν ποθεί τον Θεό, ποθεί τα υποκατάστατά Του, και κάθε ηδονή χωρίς αρετή και Χάρη καταλήγει σε οδύνη. Ο άνθρωπος που έχει κάνει θεό την ηδονή χάνει την ελευθερία του, οργανώνει τη ζωή του γύρω από την κατανάλωση, την επιβεβαίωση, την εικόνα, και στο τέλος μένει μόνος και άδειος. Ο σύγχρονος κόσμος παρουσιάζει αυτή την κατάσταση ως δικαίωμα και ελευθερία, αλλά στην πραγματικότητα η ψυχή δεν φτιάχτηκε για υποκατάστατα· φτιάχτηκε για τον Θεό. Η Εκκλησία δεν καταργεί την επιθυμία και την ηδονή· τις αποκαθιστά και τις θεραπεύει.
6. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΔΙΑΣΤΡΟΦΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ
Η διαστροφή της επιθυμίας δεν εμφανίζεται στη ζωή μας ως κάτι «τρομακτικά κακό», αλλά συχνά ως κάτι απολύτως φυσιολογικό. Η ανάγκη να αγαπηθούμε, για παράδειγμα, μπορεί να γίνει προσκόλληση και εξάρτηση: αντί να αγαπάμε πραγματικά, στηριζόμαστε στον άλλον για να μας γεμίσει· και όταν αυτό δε γίνεται φέρνει ζήλια, έλεγχο και πόνο. Η θεμιτή ανάγκη για χαρά μετατρέπεται σε κυνήγι διαρκούς απόλαυσης μέσω φαγητού, διασκέδασης, εικόνων, εμπειριών, που τελικά αυξάνουν την εσωτερική κούραση. Η επιθυμία για πληρότητα γίνεται ανάγκη για έλεγχο πάνω στους ανθρώπους και στις καταστάσεις, με αποτέλεσμα σκληρότητα και εσωτερική ένταση. Η ανάγκη για αποδοχή καταλήγει σε λατρεία της εικόνας: φτιάχνουμε ένα «πρόσωπο» για να φαινόμαστε επιτυχημένοι και φοβόμαστε να φανούμε αληθινοί. Τέλος, η επιθυμία για ζωή γίνεται αγωνία θανάτου· αποφεύγουμε τη σιωπή και την αυτογνωσία, γιατί θα αποκαλυφθεί το εσωτερικό κενό. Όλες αυτές οι καταστάσεις δεν είναι απλά ηθικά σφάλματα, αλλά ασθένειες της καρδιάς που μάς στερούν την ειρήνη και τη χαρά. Η Εκκλησία δεν έρχεται να μας μαλώσει επειδή επιθυμούμε, αλλά να μας δείξει ότι η επιθυμία έχει στρεβλωθεί και ότι, με τη Χάρη του Θεού, μπορεί να επανέλθει στην αληθινή της πορεία.
7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ – Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΔΕΝ ΚΟΒΕΤΑΙ, ΘΕΡΑΠΕΥΕΤΑΙ
Στο τέλος, το βασικό συμπέρασμα είναι ότι η επιθυμία δεν αποτελεί πρόβλημα από μόνη της· είναι δώρο του Θεού. Το πρόβλημα είναι ο λανθασμένος προσανατολισμός της μετά την πτώση. Όταν ο Θεός βρίσκεται στο κέντρο, όλα τα άλλα μπαίνουν στη θέση τους· όταν Εκείνος βγει από το κέντρο, η επιθυμία διασπάται και γίνεται δουλεία στα πάθη, ενώ η ηδονή χωρίς Χάρη οδηγεί στην οδύνη και στο κενό. Η Εκκλησία δεν προσφέρει απλώς κανόνες «επιτρέπεται – απαγορεύεται», αλλά είναι χώρος θεραπείας. Η απάντησή της στην πληγωμένη επιθυμία είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο Οποίος παίρνει πάνω Του τη δίψα και την κούρασή μας και ανοίγει ξανά τον δρόμο προς την αληθινή ζωή. Δεν μας καλεί να κόψουμε την επιθυμία, αλλά να την εμπιστευθούμε σε Εκείνον όπως είναι και να ζητήσουμε να τη φωτίσει και να τη μεταμορφώσει. Στις επόμενες ομιλίες θα φανεί πώς, μέσα από τη μετάνοια και τα Μυστήρια, η καρδιά σταδιακά μαθαίνει να διψά για τον Θεό και όχι για τις ψεύτικες ηδονές. Η Ορθοδοξία δεν είναι άρνηση της ζωής, αλλά επανεύρεση της αληθινής ζωής: όχι κατάργηση της επιθυμίας, αλλά μεταμόρφωσή της σε προσευχή, αγάπη και Χάρη – μια εμπειρία ανοιχτή σε κάθε άνθρωπο που τολμά να πει: «Κύριε, πάρε Εσύ την επιθυμία μου και δείξε μου τον δρόμο».
Εισαγωγή – Τα Μυστήρια ως θεραπεία και όχι ως τελετές
Στη συνείδηση πολλών χριστιανών, τα Μυστήρια βιώνονται κυρίως ως θρησκευτικοί ή κοινωνικοί «σταθμοί» της ζωής: βάπτιση, γάμος, Θεία Κοινωνία σε μεγάλες γιορτές, εξομολόγηση «για να είμαστε εντάξει». Όταν μένουμε σ’ αυτή την επιφανειακή εικόνα, χάνουμε τον αληθινό λόγο για τον οποίο ο Θεός χάρισε τα Μυστήρια στην Εκκλησία.
Τα Μυστήρια δεν είναι απλές ιερές τελετές ούτε απλοί συμβολισμοί της πίστης μας. Είναι θεραπευτικές ενέργειες του Χριστού μέσα στην Εκκλησία, τα μέσα με τα οποία μεταδίδεται η Χάρη Του, για να αποκατασταθεί η πληγωμένη από την πτώση ανθρώπινη φύση. Αν ο Χριστός είναι ο Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, τότε και το έργο Του μέσα στην Εκκλησία είναι πρωτίστως θεραπευτικό και συνεχίζεται διαρκώς μέσω του Αγίου Πνεύματος και της ζωής των Μυστηρίων.
Όλα τα Μυστήρια, δεν αποτελούν ανεξάρτητες πράξεις, αλλά ένα ενιαίο Μυστήριο: τη σωτηρία του ανθρώπου ως ίαση και ανακαίνιση της ύπαρξής του. Ο άνθρωπος είναι τραυματισμένος, σκοτισμένος, διασπασμένος, και αυτή η κατάσταση δεν θεραπεύεται με ιδεολογίες ή στείρα ηθικολογία, αλλά με τη Χάρη που ενεργεί στα Μυστήρια.
Γι’ αυτό η Εκκλησία είναι πνευματικό θεραπευτήριο, και τα Μυστήρια είναι οι συγκεκριμένες θεραπευτικές ενέργειες του Θεού, που καθαρίζουν τη καρδιά, αποκαθιστούν τη σχέση μας με Εκείνον και οδηγούν στη θέωση. Αν τα βλέπουμε μόνο ως έθιμο ή υποχρέωση, παραμορφώνουμε την εμπειρία τους και τα αδειάζουμε από το περιεχόμενό τους. 0000
Στις επόμενες ενότητες, τα Μυστήρια θα προσεγγιστούν ως «φάρμακα ζωής» για να δούμε πώς ο Χριστός θεραπεύει πραγματικά τον άνθρωπο μέσα στην Εκκλησία Του.
2. Ο Χριστός ως Ιατρός της ανθρώπινης φύσης
Ο Χριστός δεν ήρθε για να ιδρύσει μια καινούργια θρησκεία ή να διδάξει απλώς ηθικούς κανόνες, αλλά για να θεραπεύσει την ανθρώπινη φύση. Παίρνει επάνω Του τη φθορά, τα τραύματα, τον πόνο και τον ίδιο τον θάνατό μας, και τα θεραπεύει με τη δύναμη της θεότητάς Του. Η σωτηρία που προσφέρει δεν είναι νομική «απαλλαγή από την κόλαση», αλλά βαθιά ίαση της ύπαρξης, αποκατάσταση της κοινωνίας μας με τον Θεό.
Το θεραπευτικό έργο του Χριστού δεν τελειώνει με την Ανάληψή Του, αλλά συνεχίζεται μέσα στην Εκκλησία, διά του Αγίου Πνεύματος. Εκεί δεν συναντούμε έναν Χριστό «του παρελθόντος», αλλά τον ζωντανό Κύριο που αγγίζει την καρδιά, φωτίζει τον νου, μεταμορφώνει τον άνθρωπο. Τα Μυστήρια είναι οι συγκεκριμένοι τρόποι με τους οποίους ο Χριστός ενεργεί σήμερα στον καθένα μας, μεταδίδοντας τη Χάρη Του, που καθαρίζει, δυναμώνει και οδηγεί στη θέωση.
Ο άνθρωπος μετά την πτώση είναι πνευματικά άρρωστος· το φως του νου έχει σκοτιστεί, η καρδιά έχει διασπαστεί, η θέληση έχει γίνει δούλη των παθών. Κανένα ανθρώπινο σύστημα, φιλοσοφία ή ψυχολογία δεν μπορεί να θεραπεύσει σε βάθος αυτή την πληγή. Μόνο ο Χριστός, ο Θεάνθρωπος, γνωρίζει «την τέχνη» της αληθινής θεραπείας του ανθρώπου και τη δωρίζει στον κόσμο μέσα στην Εκκλησία Του, σε όσους Τον εμπιστεύονται και παραδίδουν τη ζωή τους στα χέρια Του.
3. Η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού και θεραπευτικό εργαστήριο
Η Εκκλησία δεν είναι απλώς μια θρησκευτική οργάνωση ή μια «καλή παρέα» πιστών. Είναι το ίδιο το Σώμα του Χριστού, ο χώρος όπου ενεργεί ζωντανά η Χάρη του Θεού και όπου ο άνθρωπος καλείται να θεραπευτεί. Όπως ο Χριστός είναι ο Ιατρός της ανθρωπότητας, έτσι και η Εκκλησία Του είναι το πνευματικό ιατρείο, μέσα στο οποίο ο τραυματισμένος άνθρωπος βρίσκει τον αληθινό του εαυτό και την ίασή του.
Η Εκκλησία δεν σώζει μόνο με λόγια, αλλά με τη μετάδοση της Χάριτος μέσω των Μυστηρίων. Εκεί ο Χριστός παραμένει παρών και ενεργός, και αυτή η παρουσία είναι θεραπευτική. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε τον Χριστό από την Εκκλησία, ούτε τη Χάρη Του από τα Μυστήρια· όλα ανήκουν σε ένα ενιαίο σώμα, με έναν σκοπό: τη θεραπεία και τη θέωση του ανθρώπου.
Εκκλησία δεν είναι χώρος για «τέλειους» ή «ενάρετους», αλλά νοσοκομείο για πνευματικά ασθενείς· όλοι προσέρχονται γιατί έχουν ανάγκη, όχι γιατί είναι ήδη υγιείς. Όμως η θεραπεία δεν γίνεται αυτόματα, ούτε μαγικά. Δεν αρκεί η εξωτερική συμμετοχή· χρειάζεται κατανόηση, ταπείνωση, μετάνοια και πίστη. Όταν πάψουμε να βλέπουμε τα Μυστήρια ως απλό έθιμο ή «τυπική υποχρέωση» και τα ζούμε ως φάρμακα ζωής, τότε η Εκκλησία εκπληρώνει τον αληθινό της σκοπό: μας οδηγεί, με τη Χάρη του Χριστού, στην αποκατάσταση της ύπαρξής μας.
4. Τι είναι τελικά τα Μυστήρια;
Τα Μυστήρια δεν είναι απλές τελετές που «μας φέρνουν πιο κοντά στον Θεό», ούτε συμβολικές ευλογίες. Είναι πραγματικές ενέργειες του Θεού μέσα στον άνθρωπο: μέσα σωτηρίας, δρόμοι θεραπείας, μετοχή στην ίδια τη Χάρη Του. Ο Χριστός ενεργεί σήμερα στον κόσμο με ορατούς τρόπους – με συγκεκριμένες πράξεις, λόγια και χειρονομίες – και η δύναμη αυτών των πράξεων προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα, όχι από την αξιότητα του ιερέα ή των πιστών.
Γι’ αυτό χρειάζεται να ξεφύγουμε από τη λογική «παράδοσης» και «εθίμου». Δεν προσέρχομαι στα Μυστήρια για να «τηρήσω κάτι», αλλά γιατί μέσα από αυτά θεραπεύεται η ύπαρξή μου. Η Εκκλησία είναι ο χώρος όπου ο άνθρωπος οδηγείται στην αποκατάσταση της χαμένης πνευματικής υγείας, στη ζωή της Χάριτος, στην κοινωνία με τον Θεό, και τα Μυστήρια είναι τα φάρμακα που μας χορηγεί ο Χριστός για τη σωτηρία μας.
Όταν καταλάβουμε τι είναι τα Μυστήρια, πώς λειτουργούν και γιατί είναι απαραίτητα, αλλάζει όλος ο τρόπος που στεκόμαστε στην Εκκλησία. Ο εκκλησιασμός παύει να είναι υποχρέωση, η Θεία Κοινωνία έθιμο, η Εξομολόγηση φορτίο. Κάθε Μυστήριο γίνεται ευκαιρία ζωής, πράξη αγάπης του Χριστού που μας ρωτά: «Θέλεις υγιής γενέσθαι;».
5. Η σχέση των Μυστηρίων με την πνευματική ασθένεια
Μετά την πτώση, ο άνθρωπος είναι πνευματικά βαθιά ασθενής. Η ύπαρξή του έχει τραυματιστεί, ο νους σκοτίζεται, η καρδιά γίνεται εμπαθής, η βούληση διασπάται. Δεν μπορεί να αγαπήσει σωστά, ούτε να στραφεί ελεύθερα προς τον Θεό. Η ασθένεια αυτή δεν είναι μόνο ψυχολογική, αλλά οντολογική: δεν αφορά απλώς τα συναισθήματα, αλλά το ίδιο το είναι του ανθρώπου.
Γι’ αυτό και η θεραπεία δεν μπορεί να είναι απλή «ηθική βελτίωση» ή ατομική προσπάθεια αυτοβελτίωσης. Δεν αρκεί να διορθώσουμε συμπεριφορές· χρειάζεται να αλλάξει ολόκληρος ο άνθρωπος εκ βάθους. Αυτό γίνεται μόνο με τη Χάρη του Θεού, η οποία προσφέρεται συγκεκριμένα μέσα στα Μυστήρια της Εκκλησίας.
Κάθε Μυστήριο είναι μια οδός ένωσης με τον Χριστό και θεραπεύει ακριβώς επειδή μας επαναφέρει στην πηγή της ζωής. Η ασθένεια της ψυχής είναι η απομάκρυνση από τον Θεό· η θεραπεία είναι η επιστροφή και η κοινωνία μαζί Του. Τα Μυστήρια είναι οι «γέφυρες» αυτής της επιστροφής, τρόποι με τους οποίους ανοίγεται ο ουρανός στον άνθρωπο. Δεν συμβολίζουν απλώς κάτι πνευματικό, αλλά πραγματοποιούν αυτό που δηλώνουν: μέσα σε αυτά δεν παρακολουθούμε μια πράξη, μεταμορφωνόμαστε και γινόμαστε «σύσσωμοι και σύναιμοι Χριστού».
6. Η λειτουργία των Μυστηρίων ως οντολογική ένωση με τον Χριστό
Τα Μυστήρια δεν είναι μόνο «φάρμακα» που γιατρεύουν πληγές της ψυχής. Είναι πολύ βαθύτερα: είναι ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος ενώνεται πραγματικά, οντολογικά, με τον Χριστό. Δεν προσφέρουν απλώς μια ηθική βελτίωση ή μια αλλαγή συμπεριφοράς, αλλά μεταμορφώνουν τον άνθρωπο εκ των έσω, τον κάνουν «καινούριο άνθρωπο», πρόσωπο εν Χριστώ.
Κάθε Μυστήριο είναι πράξη σχέσης. Τα Μυστήρια υπάρχουν μόνο μέσα στην Εκκλησία και γίνονται αληθινά Μυστήρια όταν τελούνται με προσευχή, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και με τη δική μας ελεύθερη συμμετοχή. Η Χάρη δεν ενεργεί μαγικά ούτε μηχανικά, αλλά μέσα σε ζωντανή σχέση αγάπης, όπου ο Θεός προσφέρει τον εαυτό Του και ο άνθρωπος ανταποκρίνεται με πίστη και μετάνοια.
Όλα τα Μυστήρια καταλήγουν σε ένα: στην ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, στη θέωση. Ο θεραπευτικός χαρακτήρας τους είναι μέσο, όχι σκοπός. Σκοπός είναι η κοινωνία με τον Χριστό, η συμμετοχή στη ζωή Του. Γι’ αυτό τα Μυστήρια δεν είναι «εναλλακτικές επιλογές» ή «πνευματικές δυνατότητες», αλλά ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο ο Χριστός σώζει τον άνθρωπο και η Εκκλησία τον οδηγεί στην αιώνια ζωή.
8. Συμπέρασμα – Μυστήρια: όχι κοινωνικά γεγονότα, αλλά φάρμακα
Για να ξαναβρούμε τον αληθινό πυρήνα της εκκλησιαστικής ζωής, πρέπει να ξαναβρούμε το νόημα των Μυστηρίων. Δεν είναι κοινωνικές εκδηλώσεις, ευκαιρίες συνάντησης ή «ορόσημα» της ζωής, ούτε τελετές για να κρατήσουμε την παράδοση. Είναι παρεμβάσεις του ίδιου του Θεού στην ύπαρξή μας, πράξεις του Χριστού μέσα στην Εκκλησία Του, με μοναδικό σκοπό να αποκαταστήσουν τη σχέση μας με τον Θεό και να θεραπεύσουν σε βάθος τον άνθρωπο.
Τα Μυστήρια δεν είναι αμοιβή των «καλών χριστιανών», αλλά φάρμακα για τους πνευματικά ασθενείς. Δεν προϋποθέτουν τελειότητα, αλλά συναίσθηση ανάγκης. Προσερχόμαστε όχι για να αποδείξουμε ότι είμαστε άξιοι, αλλά επειδή αναγνωρίζουμε την πληγή και εμπιστευόμαστε τον Ιατρό Χριστό. Όταν έτσι τα ζούμε, παύουν να είναι άδεια έθιμα και γίνονται δρόμος σωτηρίας, χώρος όπου η Χάρη μεταμορφώνει τον άνθρωπο εκ των έσω. Σ’ αυτή τη βάση θα δούμε, στην επόμενη ομιλία, το Βάπτισμα και το Χρίσμα ως αρχή αυτής της νέας θεραπευμένης ζωής.
Η Εκκλησία δεν κατανοεί τον Χριστό απλώς ως Σωτήρα ή Λυτρωτή με γενικές και αφηρημένες έννοιες, αλλά ως Ιατρό, κάτι που πηγάζει από την ίδια Του τη διδασκαλία. Όταν οι Φαρισαίοι Τον κατηγόρησαν ότι συναναστρέφεται με αμαρτωλούς, εκείνος απάντησε ότι οι υγιείς δεν έχουν ανάγκη γιατρού, αλλά οι ασθενείς. Δηλαδή, ήρθε για να θεραπεύσει τους πνευματικά ασθενείς, δηλαδή όλους τους ανθρώπους, γιατί η ανθρωπότητα πάσχει από τις συνέπειες της αμαρτίας. Η σωτηρία, επομένως, δεν είναι απλώς μια δικανική πράξη συγχώρησης, αλλά μια βαθιά θεραπευτική διαδικασία αποκατάστασης της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η Ορθόδοξη Παράδοση, ακολουθώντας τη διδασκαλία των Πατέρων και της Αγίας Γραφής, βλέπει τον Χριστό ως Ιατρό της ψυχής και του σώματος και την Εκκλησία ως θεραπευτήριο. Η ασθένεια του ανθρώπου είναι υπαρξιακή: αλλοίωση της φύσης, διαίρεση της βούλησης, σκοτισμός του νου. Στην ομιλία αυτή θα αναδειχθεί γιατί μόνο ο Χριστός μπορούσε να θεραπεύσει ριζικά την πνευματική ασθένεια του ανθρώπου και πώς η έλευσή Του αποτελεί την καθοριστική ιατρική απάντηση σε ένα πρόβλημα που κανένας άλλος δεν μπορούσε να λύσει.
ΕΝΟΤΗΤΑ 2
Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ
Για να κατανοήσουμε γιατί ο Χριστός αποκαλείται Ιατρός, πρέπει πρώτα να δούμε πόσο βαθειά και καθολική ήταν η ασθένεια της ανθρωπότητας πριν από την έλευσή Του. Η αμαρτία δεν είναι απλώς ηθική παρεκτροπή· είναι τραύμα βαθύ, υπαρξιακή διαστροφή της ανθρώπινης φύσης. Μετά την πτώση, ο άνθρωπος βρίσκεται σε κατάσταση πνευματικής ασθένειας: η σχέση του με τον Θεό έχει διακοπεί, η ψυχή του έχει σκοτεινιάσει, η θέλησή του έχει διασπαστεί.
Η Παλαιά Διαθήκη αναγνωρίζει τον Θεό ως ιατρό των νόσων, όμως ούτε ο Νόμος, ούτε οι Προφήτες, ούτε οι Άγγελοι κατάφεραν να θεραπεύσουν την ανθρωπότητα. Όχι γιατί τους έλειπε η αγαθή πρόθεση, αλλά γιατί η πληγή της αμαρτίας ξεπερνούσε τις δυνατότητες κάθε δημιουργημένου όντος. Πατερικές μαρτυρίες, όπως του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, του αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου και του αγίου Νικολάου Καβάσιλα, περιγράφουν την ψυχή ως βαθιά τραυματισμένη, ανίατα πληγωμένη από τα πάθη, με την κακία να έχει καταλάβει όλες τις δυνάμεις της.
Η Παράδοση μαρτυρεί πως όλοι οι δίκαιοι και οι άγιοι της Παλαιάς Διαθήκης σήκωσαν μια κοινή κραυγή: «Το τραύμα είναι βαθύ, έλα σε μας». Ο Χριστός ήταν η απάντηση σε αυτή την υπαρξιακή ανάγκη. Πριν από Αυτόν, η ανθρωπότητα δεν βρισκόταν απλώς σε κρίση, αλλά σε πνευματικό αδιέξοδο. Μόνο ένας Θεάνθρωπος μπορούσε να την θεραπεύσει ριζικά.
ΕΝΟΤΗΤΑ 3
Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΩΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΙΚΕΣΙΑ
Μπροστά στην απόλυτη αδυναμία των ανθρώπων και των αγγέλων να θεραπεύσουν τη βαθειά πληγή της ανθρωπότητας, η θεία αγάπη δεν έμεινε αδιάφορη. Ο Θεός απάντησε στην κοινή ικεσία των δικαίων όλων των εποχών στέλνοντας τον Υιό Του, όχι από νομική αναγκαιότητα ή για να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη, αλλά επειδή μόνο Αυτός μπορούσε να θεραπεύσει ουσιαστικά την ανθρώπινη φύση.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας περιγράφουν συγκινητικά αυτή την προσευχή των Προφητών και των Αγίων, που παρακαλούσαν: «Κύριε, κλίνον ουρανούς και κατάβηθι». Αναγνώριζαν ότι τα τραύματα της ανθρωπότητας ξεπερνούσαν κάθε ανθρώπινη ή αγγελική δυνατότητα θεραπείας. Η απάντηση του Θεού ήταν η αποστολή του Υιού Του, όχι με εξωτερική εντολή, αλλά με συγκατάθεση του Ίδιου του Χριστού, που ήρθε με αγάπη και ευσπλαχνία ως Ιατρός.
Η ενανθρώπηση του Χριστού δεν είναι μια νέα αρχή, αλλά η θεία απάντηση σε μια παλαιά και παγκόσμια ανάγκη. Όλη η Παλαιά Διαθήκη είναι ποτισμένη από αυτή την κραυγή για ίαση, στην οποία απαντά όχι ένας άγγελος ή προφήτης, αλλά ο ίδιος ο Θεός. Ο Χριστός έγινε άνθρωπος για να θεραπεύσει από μέσα τη φύση μας. Η αποστολή Του είναι βαθιά θεραπευτική: να σηκώσει την πτώση μας, να επουλώσει τις πληγές μας, να αποκαταστήσει τη σχέση μας με τον Θεό μέσα από την ένωση της θείας και ανθρώπινης φύσης.
ΕΝΟΤΗΤΑ 4:
Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΩΣ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ
Η σωτηρία του ανθρώπου δεν μπορούσε να προέλθει ούτε από τον Νόμο, ούτε από εντολές ή προφητείες. Το πρόβλημα του ανθρώπου ήταν η βαθιά τραυματισμένη φύση του· και για να θεραπευθεί η φύση, έπρεπε να ενωθεί με τη ζωή και τη δύναμη του Θεού. Αυτό πραγματοποιείται μόνο με την ενανθρώπηση του Χριστού: όταν ο Θεός προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση, για να τη θεραπεύσει εκ των έσω.
Οι Πατέρες είναι απόλυτοι: «Το απρόσληπτον αθεράπευτον» – δηλαδή, ό,τι δεν προσλήφθηκε από τον Χριστό, δεν θεραπεύθηκε. Για να γιατρέψει τον άνθρωπο, ο Χριστός έπρεπε να προσλάβει ολόκληρη την ανθρώπινη φύση: σώμα, ψυχή, νου, θέλημα, επιθυμία. Και αυτό το κατάφερε μόνο ως Θεός. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός υπογραμμίζει πως ο Χριστός ένωσε όλον τον εαυτό Του με όλον τον άνθρωπο, ώστε να προσφέρει σε όλον τον άνθρωπο τη σωτηρία.
Η ένωση των δύο φύσεων στο Πρόσωπό Του —της θείας και της ανθρώπινης— είναι το θεμέλιο της θεραπείας. Ο Χριστός προσέλαβε όχι μόνο την ανθρώπινη ουσία, αλλά και την πεπτωκυῖα μορφή της: τη φθορά, τον πόνο, τον θάνατο — χωρίς όμως την αμαρτία. Αυτό το έκανε με απόλυτη καθαρότητα, με συνειδητή ταπείνωση, μέσα από την κένωση.
Η θεραπεία που προσφέρει δεν είναι εξωτερική· είναι υπαρξιακή: παίρνει την άρρωστη φύση μας, την ενώνει με τη θεότητά Του και τη θεραπεύει. Όπως λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «με το όμοιο θεράπευσε το όμοιο». Ο Χριστός έγινε όμοιός μας για να μας γιατρέψει αληθινά, χωρίς να καταργήσει την ελευθερία ή την προσωπικότητά μας. Αυτή η ένωση είναι η μόνη οδός θεραπείας και σωτηρίας.
ΕΝΟΤΗΤΑ 5:
ΣΩΤΗΡΙΑ ΩΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑ – Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ, ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Η θεραπεία της ανθρώπινης φύσης δεν ολοκληρώνεται απλώς με την ενανθρώπηση του Χριστού, αλλά κορυφώνεται μέσα από το Πάθος, τον Θάνατο και την Ανάστασή Του. Ο Χριστός, προσλαμβάνοντας τη φθαρτή και ασθενική μας φύση, δέχεται να βιώσει όλες τις συνέπειες της πτώσης — εκτός από την αμαρτία — και έτσι θεραπεύει τον άνθρωπο εκ των έσω. Η σωτηρία είναι πράξη ριζικής αποκατάστασης της πεσμένης φύσης μας· δεν είναι απλώς μια ηθική αλλαγή ή νομική συγχώρηση.
Ο Χριστός δέχεται εθελοντικά τα «αδιάβλητα πάθη» του ανθρώπου: την πείνα, τη δίψα, τον κόπο, τον φόβο, τη λύπη, τον πόνο, ακόμη και τον θάνατο — όλα όσα αποτελούν μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας μετά την πτώση. Όμως, σε όλα αυτά δεν αμαρτάνει. Όπως λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «ἐπειράσθη κατὰ πάντα καθ᾽ ὁμοιότητα ἡμῶν, χωρὶς ἁμαρτίας». Έγινε πραγματικά ένας από εμάς για να μας θεραπεύσει.
Άρα και ο Σταυρός είναι μία πράξη θεραπευτική. Ο πόνος που υπέμεινε ο Χριστός έγινε φάρμακο για τις πληγές μας: «Τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν» (Ησ. 53,5). Ο Χριστός δεν απέφυγε τον θάνατο, αλλά τον αντιμετώπισε κατά πρόσωπο, και αυτός ο εθελοντικός πόνος έγινε πηγή ίασης. Στην Εκκλησία, ο Σταυρός είναι το φάρμακο, όχι το σύμβολο ή η ποινή.
Η ταπείνωση του Χριστού φτάνει στο αποκορύφωμά της με τον θάνατο. Όμως, ο θάνατος δεν μπορεί να τον κρατήσει. Ο Χριστός πεθαίνει ως άνθρωπος, αλλά επειδή είναι Θεός, εισέρχεται στον Άδη ως Ζωή. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εξηγεί ότι ο θάνατος «πιάστηκε» σαν σε παγίδα: όταν κατάπιε το σώμα του Χριστού, το οποίο φαινόταν σαν κάθε άλλο σώμα, δεν υποψιαζόταν ότι μέσα του κατοικούσε η θεότητα. Και όταν ήρθε σε επαφή με αυτή τη θεία ζωή, διαλύθηκε.
Η Ανάσταση του Χριστού επισφραγίζει τη θεραπεία. Αν ο Σταυρός είναι το φάρμακο, η Ανάσταση είναι η αποκατάσταση της ζωής, η οριστική νίκη κατά της φθοράς και του θανάτου. Δεν πρόκειται για συμβολική πράξη, αλλά για γεγονός που αλλάζει την ιστορία και τη φύση του ανθρώπου. Ο Απόστολος Παύλος το λέει καθαρά: αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τότε η πίστη μας είναι μάταιη. Η Ανάσταση είναι η βεβαίωση ότι η θεραπεία ολοκληρώθηκε και προσφέρεται σε κάθε άνθρωπο.
Οι Πατέρες συνοψίζουν αυτό το έργο ως παιδαγωγία και ιατρεία: ο Θεός με στοργή ανέλαβε την πονεμένη ανθρωπότητα και την οδήγησε ξανά στην υγεία και τη θεία κοινωνία. Η σωτηρία δεν είναι νομική ρύθμιση, αλλά βαθιά θεραπευτική αποκατάσταση. Ο Σταυρός έγινε θεραπεία της κτίσεως, και η Ανάσταση άνοιξε τη δυνατότητα για αφθαρσία και αιώνια ζωή. Μέσα από το Πάθος, τον Θάνατο και την Ανάσταση, ο Χριστός επανέφερε τον παλαιό Αδάμ στην κοινωνία με τον Θεό, ολοκληρώνοντας το έργο της σωτηρίας ως απολύτως ιατρική και υπαρξιακή πράξη.
ΕΝΟΤΗΤΑ 6
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΩΣ ΙΑΤΡΟΣ ΣΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ – Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΩΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
Η εικόνα του Χριστού ως Ιατρού δεν αποτελεί ποιητική σύλληψη ή νεότερη θεολογική ερμηνεία, αλλά είναι θεμελιώδης εμπειρία της Εκκλησίας από τους αποστολικούς χρόνους. Οι Πατέρες και οι Άγιοι της Εκκλησίας επιβεβαιώνουν διαρκώς ότι η σωτηρία είναι θεραπεία και ότι ο Χριστός είναι ο Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων. Αυτή η προσέγγιση διαμορφώνει ολόκληρη τη θεολογία, την ασκητική, τη μυστηριακή ζωή και τη λειτουργική έκφραση της Ορθόδοξης Παράδοσης.
Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος αποκαλεί τον Χριστό «ιατρόν σαρκικόν και πνευματικόν», ενώ ο Άγιος Ιουστίνος Μάρτυρας επιμένει ότι μόνο ο Χριστός μπορεί να θεραπεύσει τα τραύματα της ψυχής. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος δηλώνει ότι ο Χριστός είναι ο Ιατρός και το φάρμακο είναι το Αίμα Του. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συνοψίζει: «το πάθος είναι η θεραπεία· τα τραύματά μας τα ανέλαβε· με τον μώλωπά Του γιατρευτήκαμε».
Οι Άγιοι τονίζουν ότι κανείς άλλος δεν μπόρεσε να θεραπεύσει τον άνθρωπο· μόνο ο Χριστός. Και ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας προσθέτει ότι το έργο της θεραπείας συνεχίζεται στα Μυστήρια της Εκκλησίας, όπου δίδονται τα φάρμακα που απορρέουν από τον Χριστό.
Η Εκκλησία, λοιπόν, δεν είναι ηθικός οργανισμός, αλλά θεραπευτήριο. Όλα — η Θεία Ευχαριστία, η Εξομολόγηση, το Βάπτισμα, η άσκηση, η προσευχή — είναι θεραπευτικά μέσα. Η θεολογία δεν ξεκινά από έννοιες, αλλά από την εμπειρία της ίασης. Η σωτηρία είναι η θεραπεία της ύπαρξης, και μόνο ένας θεραπευμένος άνθρωπος μπορεί να αγαπήσει και να κοινωνήσει αληθινά με τον Θεό και τον άλλον.
ΣΥΝΟΨΗ
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν κατανοεί τη σωτηρία ως αφηρημένη δικαίωση ή ηθική διόρθωση, αλλά ως θεραπεία της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος, μετά την πτώση, δεν είναι απλώς ένοχος, αλλά βαθιά άρρωστος — πνευματικά, υπαρξιακά, σωματικά. Ούτε ο Νόμος ούτε οι Προφήτες μπόρεσαν να θεραπεύσουν αυτή την πληγή· μόνο ο Θεός μπορούσε. Έτσι, ο Χριστός ενανθρωπίζεται, προσλαμβάνει τη φύση μας, υπομένει το Πάθος και τον Θάνατο, και ανασταίνεται, για να γιατρέψει ό,τι εμείς τραυματίσαμε.
Οι Πατέρες είναι ξεκάθαροι: ο Χριστός είναι ο Ιατρός, η Εκκλησία το θεραπευτήριο, τα Μυστήρια τα φάρμακα. Η σωτηρία βιώνεται ως θεραπεία, μέσα από την ένωση με τον Χριστό. Αυτή είναι η ουσία της Ορθόδοξης θεολογίας και η εμπειρία όλων των Αγίων.
(Απόσπασμα από την ομιλία "ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΟΥΜΕΝ ΤΑ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΑΝΘΡΩΠΩΝ ΜΑΣ ΚΑΙ ΟΥΤΕ ΝΑ ΕΚΦΕΡΩΜΕΝ ΚΑΤΑΡΑΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΕΧΘΡΩΝ", εκδ. ΕΠΕ, τόμος 31, σελ. 251-253)
3ο ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Αμάρτησες; Ελα στὴν ἐκκλησία κι ἐξάλειψε τὴν ἁμαρτία σου. Όσες φορὲς κι ἂν πέσεις στην αγορά, τόσες φορές σηκώνεσαι· ἔτσι κάθε φορά πού θ' αμαρτήσεις, μετανόησε γιὰ τὴν ἁμαρτία σου μὴν ἀπελπισθεῖς· ἂν ἁμαρτήσεις για δεύτερη φορά, μετανόησε για δεύτερη φορὰ καὶ μὴ ἀπὸ ραθυμία χάσεις τελείως τὴν ἐλπίδα γιὰ τ' ἀγαθὰ ποὺ σοῦ ἐπιφυλάσσονται· κι ἂν ἀκόμα βρίσκεσαι σε βαθιὰ γηρατειά κι αμαρτήσεις, έλα στὴν ἐκκλησία καὶ μετανόησε: γιατὶ ἐδῶ εἶναι ἰατρεῖο κι ὄχι δικαστήριο, ποὺ δὲν ζητᾶ εὐθύνες ἁμαρτημάτων, ἀλλὰ παρέχει συγχώρηση αμαρτημάτων
(Απόσπασμα από την ομιλία "Γ΄ ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ, εκδ. ΕΠΕ, τόμος 30, σελ 153-155).